φουμάω

φουμάω
Ν
βλ. φημίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φημίζω — ΝΜΑ, και φουμίζω και φουμάω Ν [φῆμις] νεοελλ. 1. διασπείρω τη φήμη προσώπου ή πράγματος σε όλους, τό κάνω γνωστό, τό διαφημίζω («ποιο πρέπει να παινέσουσι, ποιο πρέπει να φημίσου», Ερωτόκρ.) 2. μέσ. φημίζομαι είμαι περιώνυμος, ξακουστός… …   Dictionary of Greek

  • φουμίζω — και φουμάω φούμισα, φουμίστηκα, φουμισμένος 1. φημίζω, διαφημίζω, εγκωμιάζω, επαινώ: Ποιος φουμίζει το γαμπρό; η καλή του πεθερά (παροιμ.). 2. η μτχ., φουμισμένος, η, ο ως επίθ., φημισμένος, ξακουστός, ονομαστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”